- λαοπόροις
- λᾱοπόροις , λαοπόροςserving as a passage for the peoplemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαοπόρος — λαοπόρος, ον (Α) (για γέφυρα) αυτή που χρησιμεύει για να διαβαίνει ο λαός («λαοπόροις τε μηχαναῑς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + πόρος (< πόρος «πέρασμα»), πρβλ. θαλασσο πόρος, οδοι πόρος] … Dictionary of Greek